- τραγηφόρος
- τρᾰγηφόρος, ον,A wearing the τραγῆ (v.
τράγεος 11
), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τράγεος 11
), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραγηφόρος — ον, Α αυτός που φορεί τραγή, δορά τράγου («τραγηφόροι αἱ κόραι Διονύσῳ ὀργιάζουσαι τραγὴν περιήπτοντο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῆ + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek
τραγηφόροι — τραγηφόρος wearing the masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek